- ατσαλένιος
- και ατσάλινος, -η, -ο1. κατασκευασμένος από ατσάλι, χαλύβδινος2. σκληρός και ανθεκτικός σαν ατσάλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατσαλένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από ατσάλι, χαλύβδινος: Τα χρηματοκιβώτια των Τραπεζών είναι ατσαλένια. 2. ανθεκτικός, δυνατός: Τα νεύρα μου δεν είναι ατσαλένια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
χαλύβδινος — η, ο 1. ο κατασκευασμένος από χάλυβα, ο ατσαλένιος. 2. ο ακατάβλητος, ο πολύ ισχυρός σαν χάλυβας: Έχει χαλύβδινη θέληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)